Page Nav

HIDE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Breaking News:

latest

Επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» το 1993 – Η ελληνική επιχείρηση για την απομάκρυνση των Ελλήνων της Απχαζίας

Αυτές τις μέρες, συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από τη σχεδίαση και εκτέλεση της επιχειρήσεως που έλαβε την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας» (13...


Αυτές τις μέρες, συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από τη σχεδίαση και εκτέλεση της επιχειρήσεως που έλαβε την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας» (13-17 Αυγούστου 1993) και αφορούσε την ασφαλή απομάκρυνση 1.013 Ελληνικής/ Ποντιακής καταγωγής κατοίκων της Γεωργίας και της Απχαζίας που ήταν αποκλεισμένοι στην πρωτεύουσα της δεύτερης Σοχούμ, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, εξαιτίας των σκληρότατων συγκρούσεων μεταξύ των Γεωργιανών δυνάμεων και των Απχάζιων αυτονομιστών, οι οποίοι υποκινούνταν από τη Ρωσία.

Αυτές τις μέρες, συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από τη σχεδίαση και εκτέλεση της επιχειρήσεως που έλαβε την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας» (13-17 Αυγούστου 1993) και αφορούσε την ασφαλή απομάκρυνση 1.013 Ελληνικής/ Ποντιακής καταγωγής κατοίκων της Γεωργίας και της Απχαζίας που ήταν αποκλεισμένοι στην πρωτεύουσα της δεύτερης Σοχούμ, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, εξαιτίας των σκληρότατων συγκρούσεων μεταξύ των Γεωργιανών δυνάμεων και των Απχάζιων αυτονομιστών, οι οποίοι υποκινούνταν από τη Ρωσία.

Μια επιχείρηση που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε μετά από στενότατη και εξαιρετική συνεργασία μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης, και ανέδειξε τις προσωπικότητες δύο ατόμων: Της τότε Υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, και του τότε Αντιπλοιάρχου Βασίλη Ντερτιλή ΠΝ, αείμνηστοι αμφότεροι σήμερα, οι οποίοι και χειρίστηκαν στην υπόθεση σε πολιτικό/διπλωματικό και στρατιωτικό/επιχειρησιακό επίπεδο αντιστοίχως.

Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» αποτέλεσε την πρώτη επιχείρηση εκκενώσεως αμάχων στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και η πρώτη που έγινε από κράτος-μέλος της ΕΕ, χωρίς να υπάρχουν προηγούμενες σχετικές εμπειρίες.

Η επιχείρηση ήταν από την αρχή ως το τέλος «άκρως απόρρητη» και δημοσιοποιήθηκε μόνο όταν το πλοίο με τους 1013 Έλληνες της Απχαζίας κατέπλευσε με ασφάλεια στο λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως. Οι περισσότεροι Έλληνες διέφυγαν από την Απχαζία (κυρίως προς την Ελλάδα και τη Ρωσία) στη διάρκεια και μετά τον πόλεμο της Απχαζίας (1992-1993), έτσι ώστε ο αριθμός τους έπεσε από 14.664 το 1989 σε μόλις 1.486 το 2003.




Τα προεόρτια

Το καλοκαίρι του 1993 στην (διαχρονικώς) ευαίσθητη και με στρατηγική σημασία περιοχή του Καυκάσου μαίνονταν η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Γεωργιανών κυβερνητικών δυνάμεων και των Απχάζιων αυτονομιστών, γεγονός που είχε φέρει στη δυσάρεστη θέση του να βρίσκονται στο μέσο της συγκρούσεως αυτής οι Έλληνες του Πόντου. Οι Πόντιοι της περιοχής, αν και κατοικούσαν χιλιάδες χρόνια στην περιοχή αυτή, βρέθηκαν στο επίκεντρο της διαμάχης. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, και η εκδίωξή τους, ήταν στόχος των ακραίων εθνικιστών, οι οποίοι είχαν αναδειχτεί μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ενώσεως, οπότε άρχισε το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των εθνοτήτων και οι Έλληνες ήταν ο αδύναμος κρίκος. Ήδη ως τότε μετρούσαν 200 νεκρούς από τις συγκρούσεις.

Στην τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχαν φτάσει οι πληροφορίες και ήδη γινόντουσαν προπαρασκευαστικά σχέδια για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων της περιοχής, καθώς οι πληροφορίες για την τελική λύση και σύγκρουση μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων έφτανε στο τέλος και η πολεμική σύγκρουση στο Σοχούμ ήταν προ των πυλών.

Η τότε ΥΦΥΠΕΞ Βιργινία Τσουδερού επισκέπτεται τον Ιούλιο του 1993 το Σότσι, όπου συναντάται με αντιπροσωπεία Ελλήνων από το Σοχούμ, οι οποίοι της ζητούν να μεριμνήσει για την απελευθέρωση των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν τότε εγκλωβισμένοι ακόμα στην πόλη. Η Τσουδερού θα κινήσει τις απαραίτητες ενέργειες για την μεταφορά στην Ελλάδα όσων βρέθηκαν στο Σότσι, καταφέρνοντας να αποδράσουν από την πόλη που μετατρεπόταν σε πεδίο μάχης.

Τότε συνέβη μια προσωρινή κατάπαυση πυρός μεταξύ Γεωργιανών και Απχαζίων, και το ελληνικό ΥΠΕΞ δρώντας αστραπιαία στέλνει απεσταλμένο (τον Β.Ντερτιλή) στην περιοχή για να προσπαθήσει να καταγράψει πόσοι Έλληνες πρέπει να μεταφερθούν. Ακολούθως, στο στάδιο πρακτικής επεξεργασίας του σχεδίου, διερευνάται ο καλύτερος τρόπος απεγκλωβισμού τους, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Γρήγορα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά από αέρος θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη, εξ ου και ως προσφορότερη μέθοδος επιλέγεται η έξοδος από τη θάλασσα. Μέσω Πολεμικού Ναυτικού θα γίνουν επαφές με πλοιοκτήτες και, τελικά θα προσφερθεί ο εφοπλιστής Πάνος Μαραγκόπουλος, της εταιρείας Marlines, ο οποίος προσφέρει το πλοίο του “Viscountess”, για να μεταφερθούν οι Έλληνες Πόντιοι της περιοχής από το λιμάνι του Σοχούμ στην Αλεξνδρούπολη με το πλοίο του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πλοίο υπέστη αρκετές μετατροπές για την εκτέλεση της συγκεκριμένης αποστολής του, ενώ αλλαγές υπήρξαν και στο πλήρωμα του σκάφους όπου εντάχθηκαν – «αποκτώντας» ναυτικά φυλλάδια – στελέχη επίλεκτων μονάδων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Επικεφαλής του επιχειρησιακού σχεδιασμού της επιχειρήσεως ήταν ο τότε Αντιπλοίαρχος Βασίλης Ντερτιλής ΠΝ, ο οποίος ήταν γιος του πραξικοπηματία Νίκου Ντερτιλή. Ο αείμνηστος Ντερτιλής ήταν αξιωματικός πλήρως αφοσιωμένος στο ΠΝ και στα καθήκοντά του, μολονότι ποτέ δε σταμάτησε τις ανθρώπινες σχέσεις και επαφές τον αμετανόητο πραξικοπηματία και δολοφόνο πατέρα του, ο οποίος βρισκόταν (και πέθανε τελικώς) στη φυλακή. Ο τότε Αντιπλοίαρχος Ντερτιλής, είχε διαδραματίσει κομβικό ρόλο σε αποστολές των Ελληνικών ΕΔ, τόσο στην Αφρική, όσο και κυρίως τη δεκαετία του ’90 στα Βαλκάνια, στην ταραγμένη τότε Γιουγκοσλαβία. Ο Ντερτιλής θα σχηματίσει μια επίλεκτη ομάδα με περίπου 30 στελέχη των Ειδικών Δυνάμεων, κυρίως από την τότε Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών του ΠΝ και του Ειδικού Τμήματος Αλεξιπτωτιστών (ΕΤΑ) του Στρατού Ξηράς, οι οποίοι με προσωρινά ναυτικά φυλλάδια που εκδόθηκαν σε χρόνο ρεκόρ από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, επάνδρωσαν και αυτά το πλήρωμα του “Viscountess”




Οι Πόντιοι είχαν συγκεντρωθεί με υποδειγματικό τρόπο στο Σοχούμ και η επιβίβασή τους στο ελληνικό πλοίο έγινε ταχύτατα και χωρίς απρόοπτα, χάρη σε έναν «αντιπερισπασμό», που οργάνωσε ο Ντερτιλής με τη συνεργασία Γεωργιανών αξιωματικών, για να φθάσουν χωρίς απρόπτα στο λιμάνι, χωρίς να χρησιμοποιηθεί κανείς από τους Έλληνες στρατιωτικούς, οι οποίοι δεν χρειάστηκε να βγουν από το πλοίο. Ταυτόχρονα, η ελληνική πλευρά είχε άλλους στρατιωτικούς και διπλωμάτες ως συνδέσμους με τη γεωργιανή κυβέρνηση Σεβαρνάτζε, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή εκτέλεση του σχεδίου.

Τελικώς, οι 1013 κάτοικοι του Σοχούμ θα ταυτοποιηθούν, με βάση τις λίστες που είχαν φτιάξει οι απεσταλμένοι του ΥΠΕΞ στην περιοχή και θα επιβιβαστούν στο πλοίο, με ό,τι υπάρχοντα μπόρεσαν να κουβαλήσουν μαζί τους. Αρχικώς οι Έλληνες περνούν τελωνειακό έλεγχο από τους Γεωργιανούς και αστυνομικό έλεγχο από τις ρωσικές δυνάμεις. Ακολούθως, και αφού επιβιβάστηκαν στο πλοίο, πέρασαν από υγειονομικό έλεγχο από υγειονομικά στελέχη του ΠΝ, τα οποία επέβαιναν σε αυτό. Επί του πλοίου επέβαιναν και επίλεκτα στελέχη της ΜΥΚ και του ΕΤΑ για την προστασία του ίδιου του πλοίου, οι οποίοι όμως ουδέποτε αποβιβάστηκαν στη ξηρά. Η εκκένωση εξελίχθηκε ομαλά και με πλήρη ασφάλεια.

Εντός 24 ωρών η διαδικασία θα τελειώσει και το πλοίο θα αποπλεύσει με προορισμό την Αλεξανδρούπολη ανήμερα της Παναγίας του 1993, όπου θα καταπλεύσει δύο ημέρες αργότερα, όπου τους πρόσφυγες υποδέχθηκε η Βιργινία Τσουδερού. Βασικός στόχος τότε ήταν οι Έλληνες αυτοί να παραμείνουν στη Θράκη, όμως – δυστυχώς –

ολοκληρωμένο σχέδιο της ελληνικής κυβερνήσεως για να παραμείνουν στην ακριτική περιοχή έχοντας γεωργική γη και δουλειά δεν υπήρξε ποτέ και έτσι οι πρόσφυγες Έλληνες Πόντιοι της Απχαζίας, σιγά-σιγά σκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα, για αναζήτηση του προς το ζειν.

Μια εξαιρετική περιγραφή της επιχειρήσεως παρουσίασε με άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 17ης Αυγούστου 2008 ο αυτόπτης μάρτυρας Βλάσης Αγτζίδης.



Οι πρωταγωνιστές

Η τότε ΥΦΥΠΕΧ Βιργινία Τσουδερού, η οποία έφυγε από τη ζωή προ μερικών μηνών, πλήρης ημερών στα 94 χρόνια της, ολοκλήρωσε την πολιτική της καριέρα χωρίς να εκλεγεί εκ νέου στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση της 10 Οκτωβρίου 1993, είχε προλάβει όμως να αφήσει το στίγμα της, τόσο με τον πολιτικό της λόγο, όσο και με τη θητεία της στο ΥΠΕΞ. Ήταν κόρη του Έλληνος τραπεζίτη και πολιτικού Εμμανουήλ Τσουδερού, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας στα δύσκολα χρόνια του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο αδελφός της Γιάννης Τσουδερός, ο οποίος όταν ξέσπασε ο πόλεμος σπούδαζε στις ΗΠΑ 19χρονών, εντάχθηκε σε μονάδα Ελληνοαμερικανών κομάντος της τότε OSS (του προδρόμου της σημερινής CIA) και έπεσε με άλλους συναδέλφους του με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη Ελλάδα στην περιοχή της Ηπείρου.

Ο Αρχιπλοίαρχος ε.α. Βασίλης Ντερτιλής ΠΝ ήταν ένας εξαιρετικός, παράτολμος και ριψοκίνδυνος αξιωματικός, άνθρωπος των «ειδικών αποστολών», τον οποίο πολλοί – δημοσιογραφική αδεία – τον αποκαλούσαν «ο Έλληνας 007». Ήταν γιος του πραξικοπηματία της 21ης Απριλίου 1967 τότε Συνταγματάρχη Νικολάου Ντερτιλή ο ο οποίος στα μετέπειτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ως Ταξίαρχος πλέον, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε μεταδικτατορικώς, για τη δολοφονία ενός νεαρού στο Σύνταγμα, καθώς και εγγονός του ήρωα Αντιστρατήγου ε.α. Βασίλειου Ντερτιλή του οποίου έφερε και το όνομα. Αυτός σε αντίθεση με τον πατέρα και τον παππού του προτίμησε τη θάλασσα και εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στις 15 Σεπτεμβρίου 1967 από την οποία αποφοίτησε ως Σημαιοφόρος Μάχιμος στις 1 Ιουλίου 1971. Ήταν Αντιπλοίαρχος από 19 Ιουνίου 1987 και προήχθη σε Πλοίαρχο στις 31 Αυγούστου 1993 (δηλ.μερικές μέρες ΜΕΤΑ την επιχείρηση). Διαβάζουμε στο τρίτομο έργο του Αντιναυάρχου ε.α.Αναστασίου Δημητρακόπουλου ΠΝ «Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της ΣΝΔ – Οι τάξεις εισόδου 1951-1973» για τον Β.Ντερτιλή.

«…εκπαιδεύτηκε σε πλοία του 6ου Στόλου των ΗΠΑ (1972) και φοίτησε στη Σχολή Υποβρυχίων (1972-73)…υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας, υποβρύχια, επιτελικές και διευθυντικές θέσεις καθώς και σε ειρηνευτικές αποστολές. Διετέλεσε κυβερνήτης του πλοίου γενικής υποστηρίξεως «ΑΞΙΟΣ» (1991-1992), το οποίο παρέλαβε στο Κίελο της Γερμανίας….Τον Ιούλιο του 1974 υπηρετούσε στο υποβρύχιο «ΓΛΑΥΚΟΣ» το οποίο κατά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (Αττίλας-1) έπλευσε προς τις βόρειες ακτές της Μεγαλονήσου για να εγκαταστήσει εκεί πολεμική περιπολία.

Μεταξύ Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1993 (Αντιπλοίαρχος) υπηρέτησε ως συνοδός και σύνδεσμος του ελληνικού στρατιωτικού τμήματος της Δύναμης Επιβολής Ειρήνης του ΟΗΕ στη Σομαλία κατά την περίοδο των εκεί εσωτερικών ταραχών.

Τον Μάϊο του 1993 (Αντιπλοίαρχος), στη διάρκεια των εσωτερικών συγκρούσεων στη Γεωργία, απεστάλη στο Σοχούμι της Απχαζίας για τον εντοπισμό, συγκέντρωση και εν συνεχεία στα μέσα Αυγούστου, επιβίβαση στο επιβατικό “Golden Odessy” (Σημ.Συντα.: Έτσι ονομάζεται το πλοίο στο έργο του ναυάρχου όπως μετονομάστηκε) των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της περιοχής οι οποίοι επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ακολούθως επέβη του πλοίου ως Αρχηγός της αποστολής (επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας») αποβιβάζοντας τους περίπου 1100 ομοεθνείς στην Αλεξανδρούπολη.

Από το Σεπτέμβριο του 1993 μέχρι τον Ιανουάριο του 1995 (Πλοίαρχος) υπηρέτησε ως μέλος της αποστολής επιτήρησης της Ειρήνης της ΕΕγια τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και την Κράϊνα της Κροατίας.

Κατόπιν διετέλεσε Διευθυντής Ειδικών Αποστολών του ΓΕΕΘΑ (1995-1997 (Πλοίαρχος/Αρχιπλοίαρχος)».

Το 1996, ο Β.Ντερτιλής παραιτήθηκε και αποχώρησε από το ΠΝ ως αρχιπλοίαρχος ε.α και εργάστηκε σε επιχειρήσεις του ομίλου Στασινόπουλου στο Βελιγράδι. Απεβίωσε στις 24 Νοεμβρίου 2012 στο Λιντς της Αυστρίας, όπου και κατοικούσε, και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Σαλαμίνος. Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει παιδιά.

ΠΗΓΗ: lawandorder.gr