Page Nav

HIDE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Breaking News:

latest

Coca cola - Pepsi... Adidas - Puma... και άλλες τρεις από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές κόντρες όλων των εποχών!

reader Fast food, αναψυκτικά, παπούτσια και υπολογιστές. Πάνω στις τέσσερις αυτές κατηγορίες προϊόντων «οικοδομήθηκαν» οι μεγαλύτεροι ετα...

Coca-Cola vs Pepsi — Image Classification using Tensorflow

reader Fast food, αναψυκτικά, παπούτσια και υπολογιστές. Πάνω στις τέσσερις αυτές κατηγορίες προϊόντων «οικοδομήθηκαν» οι μεγαλύτεροι εταιρικοί ανταγωνισμοί που έγραψαν ιστορία.











Με ιστορίες γεμάτες ευτράπελα, αγωγές, μαύρες διαφημίσεις ακόμα και οικογενειακές έριδες λόγω... παρεξηγήσεων, ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών λειτούργησε μέχρι που έπαψε να λειτουργεί και ένας εκ των δυο επικράτησε ολοκληρωτικά.

Αυτές είναι οι 5 σημαντικότερες κόντρες επιχειρήσεων της σύγχρονης ιστορίας του καπιταλισμού:

Coca Cola VS Pepsi








Η μάχη μεταξύ Coca Cola και Pepsi, δυο πανομοιότυπων ζαχαρούχων ποτών είναι ίσως η σημαντικότερη μάχη στην ιστορία του καπιταλισμού. Τα χρόνια που διαρκεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και η επιρροή στην ίδια την pop κουλτούρα που έχουν οι δυο εταιρείες. Άλλωστε αμφότερες έχουν επιστρατεύσει για τις διαφημίσεις τους από τον... Άγιο Βασίλη μέχρι τη Σίντι Κρόφορντ, τον Μάικλ Τζάκσον, τον Μπιλ Γκέιτς και τον Μπιλ Κόσμπι.


Το 1886 στην Ατλάντα ένας χημικός λάνσαρε την Coca Cola, σαν ένα εύγεστο «φάρμακο για τις σωματικές και ψυχικές δυσλειτουργίες». Η Pepsi Cola ακολούθησε 7 χρόνια αργότερα, αν και θα τις έπαιρνε δεκαετίες (και δυο πτωχεύσεις) πριν η Coca Cola αναγνωρίσει την εταιρεία σαν ανταγωνιστή, με αγωγές. H Pepsi, έφτιαξε το όνομά της την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Όπως και η Coca Cola κόστιζε 5 λεπτά του δολαρίου, όμως το προϊόν της ήταν 350 ml, σχεδόν διπλάσιο από εκείνο που προσέφερε η Coca Cola. Όμως και την δεκαετία του '50 η Pepsi παρέμενε στο νο. 2. Χρειάστηκε να φτάσει στην εταιρεία, ο πρώην διαφημιστής της Coca Cola, Αλφρεντ Στιλ, ο οποίος έφυγε από την Coca Cola πικραμένος και φιλόδοξος.

Ο στόχος του ήταν ένας:«Να κερδίσουμε την Coca Cola». Από την άλλη η Coca Cola αρνούνταν να μιλήσουν για την Pepsi με το όνομά της. Το ποτό ήταν «οι μιμητές», «ο εχθρός» ή γενικά «ο ανταγωνισμός». Χρειάστηκε όμως διορθώσεις, ακόμα και αντιγραφή της Pepsi, για να μείνει μπροστά στην μεταξύ τους μάχη. Το 1979, ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία του μεταξύ τους ανταγωνισμού, που η Pepsi είχε μεγαλύτερες πωλήσεις στα Super Market. Η αλλαγή σκυτάλης αυτή δεν κράτησε για πολύ. Το 1985, η Coca Cola αποφάσισε να λανσάρει την New Coke, αλλάζοντας την παραδοσιακή και επιτυχημένη της φόρμουλα, με μια πολύ πιο γλυκιά. Περίπου 400.000 γράμματα διαμαρτυρίας από καταναλωτές και μια εκτόξευση των πωλήσεων της Pepsi, την έπεισαν να αποσύρει το καινούργιο προϊόν, να επιστρέψει στην παραδοσιακή της συνταγή και σταδιακά να επιστρέψει στην κορυφή των πωλήσεων.

Το 1996, το περιοδικό Fortune κατέληξε πως ο «Πόλεμος των Cola» έχει τελειώσει. Από τότε η Pepsi, επικεντρώνει πλέον σε σνακς, έχοντας παραδώσει τα όπλα στην μάχη της Cola. Τα δυο αγαπημένα αναψυκτικά της Αμερικής άλλωστε είναι η Coca Cola και η Coca Cola Light.



2. McDonald's VS Burger King

Ο ανταγωνισμός μεταξύ McDonalds και Burger King γινόταν με βάση το εξής: το μπέργκερ. Ποια εταιρεία διαθέτει το φτηνότερο; Ποια το πιο εύγευστο; Στις δεκαετίες του '50 και του '60, τις χρυσές εποχές του αυτοκινήτου και του fast food, τα μενού των δυο αλυσίδων αποτύπωναν την μεταξύ τους μάχη.

Πρώτα ήρθε το φθηνό μπέργκερ των McDonalds με τα 15 σεντ. Ακολούθησε εκείνο των 37 σεντ των Burger King, σε μια απόπειρα η μάχη να περάσει από το πεδίο της τιμής σε εκείνο της ποιότητας. Σύντομα τα McDonalds συνειδητοποίησαν ότι χρειάζονταν ένα δικό τους burger μαμούθ και εμπνεύστηκαν το Big Mac. Πιο πρόσφατα, καθώς τα γούστα των καταναλωτών έχουν αλλάξει οι δυο αλυσίδες ανταγωνίζονταν στην ποιότητα του κρέατος στα nuggets κοτόπουλου.

Ο νικητής όμως είναι αυτός που κερδίζει την μάχη του burger. Τα McDonalds μετρούν 14.300 στις ΗΠΑ και τα Burger King 7.400 στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η κόντρα των δυο αλυσίδων μετρά πολλές δεκαετίες. Το 1982, η Burger King εξαπέλυσε ολοκληρωτικό διαφημιστικό πόλεμο κατά των McDonalds και των Wendys. Και οι δυο εταιρείες απάντησαν με αγωγές.

Η αντιπαλότητα έχασε την έντασή της, μετά από αρκετές αποτυχημένες επιλογές CEOs από την πλευρά των Burger King. Επιλογές που βοήθησαν τα McDonalds να κερδίσουν αρκετό έδαφος. Το 2011, για πρώτη φορά στην ιστορία, τα Wendys προσπέρασαν τα Burger King, καταλαμβάνοντας την 2η θέση των αλυσίδων burger. «Στην Αμερική, τα McDonalds έχουν κερδίσει» έγραφε ο ένας καθηγητής της ιστορίας των Τροφίμων. Όμως μην ξεγράφετε την Burger King. Πρόσφατα η αλυσίδα, μπήκε και στη μάχη του καφέ, ανακοινώνοντας το λανσάρισμα σειράς ροφημάτων με βάση τον καφέ και σε συνεργασία με τα Starbucks.





3. Nike VS Reebok

To 1984, η Nike βρισκόταν σε δεινή θέση. Αφού πέρασε μια δεκαετία σημαντικής και γρήγορης ανάπτυξης, η εταιρεία παπουτσιών «έγραψε» το πρώτο τρίμηνο με ζημιά. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Καρλ Λιούις κέρδισε 4 χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες φορώντας παπούτσια της Nike, όμως ακόμα κι αυτή η ευτυχής για την εταιρεία συγκυρία δεν ήταν αρκετή για να ανεβάσει τις πωλήσεις της. Η κυριαρχία της Reebok, βασισμένη στην επιτυχημένη γραμμή γυναικείων παπουτσιών για τζόγκινγκ, έμοιαζε ασφαλής.

Υπογράφοντας συμβόλαιο με τον Μάικλ Τζόρνταν, έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό rookie που έπαιζε στους Chicago Bulls, η Nike πήρε ένα ρίσκο το οποίο όμως δεν θα μπορούσε να έχει αποδόσει καλύτερα. Τα πρώτα Air Jordan πωλούνταν έναν 65 δολαρίων. Μέσα σε δυο μήνες, οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα 70 εκατ. δολάρια. Ακόμα και σήμερα τα Air Jordan είναι τα πιο δημοφιλή παπούτσια για μπάσκετ, με πωλήσεις ύψους 2 δισ. δολαρίων ετησίως.

Η Reebok, που εκείνη την περίοδο ασχολούνταν με μια σειρά παπουτσιών για τζόγκινγκ, δεν κατάφερε ποτέ ξανά να ανακάμψει. Η Nike συνέχισε να προσθέτει αστέρες παγκοσμίου βεληνεκούς όπως ο Αντρέ Αγκάσι και ο Τάιγκερ Γουντς στο portfolio της. Η Reebok συνέχιζε να υποχωρεί. Το 2005, η Adidas την αγόρασε έναντι 3,8 δισ. δολαρίων, βάζοντας τέλος στον πόλεμο των δυο εταιρειών.

4. Microsoft VS Apple

Η μάχη μεταξύ Microsoft και Apple, εν πολλοίς συμπυκνώνεται στην αντίστοιχη μεταξύ των επικεφαλής τους. Ο Μπιλ Γκέιτς και ο Στιβ Τζομπς ήταν δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι, όμως είχαν πολλά κοινά. Αυτό μάλλον είναι που εξηγεί και την ένταση της διαμάχης τους. Η δημιουργία του προσωπικού υπολογιστή. Πρώτα, οι διαφορές: Ο Γκέιτς ήταν ένας μεσοαστός που σπούδασε στο Χάρβαρντ, ενώ ο Τζομπς δεν είχε παρακολουθήσει πολλά από τα τμήματα του άσημου κολεγίου Reed.

Γκέιτς και Τζομπς έγιναν οι δυο όψεις του νομίσματος της επανάστασης των υπολογιστών που ξεκινούσε. Αμφότεροι πάντως καταλάβαιναν από οικονομία. Κανείς δεν είχε πτυχίο στα οικονομικά, μάλιστα κανείς εκ των δυο δεν απέκτησε πτυχίο γενικά, όμως ήξεραν και και πως να βγάλουν λεφτά και πως να βρεθούν μπροστά από τον ανταγωνισμό. Ο Γκέιτς και η Microsoft κυριάρχησε τις πρώτες δυο δεκαετίες του ανταγωνισμού τους, κάνοντας τα Windows το στάνταρ λειτουργικό παγκοσμίως.

Μάλιστα ο Γκέιτς έφτασε να επενδύσει 150 εκατομμύρια δολάρια στην Apple το 1997, όταν η τελευταία κοίταζε κατάματα τη χρεοκοπία. Στη συνέντευξη Τύπου που ανακοινώθηκε η σχετική συμφωνία οι παρευρισκόμενοι γιούχαραν το μαγνητοσκοπημένο μήνυμα του Γκέιτς. Όμως τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του Τζομπς, η Apple ανταγωνίστηκε επιτυχώς τη Microsoft σε κάθε τομέα εκτός του PC. Smartphones, Mp3s, tablets. Η Microsoft είχε επενδύσει σε όλα, χωρίς όμως επιτυχία.

Η σύζυγος του Γκέιτς, Μελίντα, είχε απαγορεύσει στα παιδιά της να έχουν iPods ή iPhone μέσα στο σπίτι. O Τζομπς διέγνωσε το πρόβλημα της Microsoft ως έλλειψη γούστου. Την ίδια ώρα ο Μπιλ Γκέιτς, σχολιάζοντας ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Στιβ Τζομπς, το iPad δήλωνε το εύγλωττο «It' s ok». Έχοντας μόλις 7 μήνες διαφορά, ήταν αρκετά φιλικοί τα τελευταία χρόνια πριν τον θάνατο του Τζομπς. Έχοντας πολεμήσει ο ένας τον άλλο για τόσο καιρό, ήξεραν καλύτερα από τον καθένα τι είχαν πετύχει.



5. Adidas vs Puma

Ο ανταγωνισμός μεταξύ Adidas και Puma, ήταν κάτι περισσότερα από άλλη μια εταιρική αντιπαλότητα. Επρόκειτο για την αντανάκλαση σε επιχειρηματικό επίπεδο ενός οικογενειακού διχασμού που προήλθε πιθανότατα από μια παρεξήγηση.

Στη δεκαετία του 1920, τα αδέρφια Ντάσλερ ήταν συνεργάτες στην Dassler Brothers Sports Shoe Company, η οποία στεγαζόταν στο... πλυσταριό της μητέρας τους, στη μικρή γερμανική πόλη Herzogenaurach. Ο Άντολφ (Άντι) Ντάσλερ ήταν ο ήσυχος, σκεπτικός τεχνίτης, που σχεδίαζε και κατασκεύαζε τα παπούτσια, τον οποίο συμπλήρωνε ο μεγαλύτερος αδερφός του Ρούντολφ (Ρούντι), ο οποίος είχε αναλάβει τον ρόλο του... υπεύθυνου πωλήσεων. Παρότι τα δυο αδέρφια οργανώθηκαν στο Ναζιστικό Κομμα του Χίτλερ όταν αυτό πήρε την εξουσία το 1933, αυτό δεν τους σταμάτησε από το να φτιάξουν τα παπούτσια του αφροαμερικανου Τζέσε Όουενς που φορώντας τα, κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του 1936.

Οι νίκες του Όουενς, έκαναν τα παπούτσια να έχουν ξαφνικά διεθνή απήχηση, με το προϊόν των δυο αδερφών να εκτοξεύεται. Όμως η επιτυχία δημιούργησε νέες εντάσεις στην σχέση των δυο αδερφών, οι οποίοι ζούσαν στο ίδιο σπίτι, με τις συζύγους τους που δεν τα πήγαιναν τόσο καλά μεταξύ τους. Υπάρχουν εκατοντάδες φήμες σχετικά με την καθοριστική σύγκρουση μεταξύ των δυο αδερφών, όμως η πιο διαδεδομένη είναι εκείνη που λαμβάνει χώρα κατά τον βομβαρδισμό της Γερμανίας από τους συμμάχους κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε ο Άντι και η γυναίκα του προσπάθησαν να προφυλαχθούν σε ένα καταφύγιο, που βρίσκονταν ήδη ο Ρούντι μαζί με τη σύζυγό του, ο οποίος και φέρεται να είπε «Οι μπάσταρδοι επέστρεψαν». Η φράση αναφερόταν βέβαια στους συμμάχους, όμως ο Άντι φέρεται να την πήρε προσωπικά, διακόπτοντας τις σχέσεις με τον αδερφό του από εκεί και έπειτα. Μια σύγκρουση χωρίς προηγούμενο στον επιχειρηματικό κόσμο, μόλις γεννιόταν.









Όταν ο Ρούντι επιστρατεύτηκε, θεώρησε πως ο Άντι και η σύζυγός του είχαν βάλει το χέρι τους για να μην τον έχουν στα πόδια τους στην επιχείρηση. Αργότερα, ο Ρούντι συνελήφθη για εγκατάλειψη πόστου και έπειτα από τους Συμμάχους ως πιθανός συνεργάτης της Γκεστάπο. Και στις δυο περιπτώσεις, ο Ρούντι ήταν πεπεισμένος ότι ο Άντι ήταν εκείνος που τον «κάρφωσε», με τις υποψίες του να επιβεβαιώνονται από μια έκθεση ενός αμερικανικού αξιωματούχου. Ενώ ο Ρούντι παρέμενε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Άντι ξαναέχτιζε την επιχείρηση πουλώντας παπούτσια στους Αμερικανούς στρατιώτες.

Η σύγκρουση κλιμακώθηκε όταν τα δυο αδέρφια χώρισαν την εταιρεία στα δυο το 1948, μοιράζοντας στα δυο εργαζόμενους και περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Ο Άντι ονόμασε την εταιρεία του Adidas, συγκολλώντας την αρχή του ονόματος και του επωνύμου του. Το ίδιο ακριβώς θα έκανε και ο Ρούντι, αν το Ruda δεν ήταν τόσο άσχημο, που αναγκάστηκε να το αλλάξει σε Puma. Οι δυο τους έφτιαξαν τα εργοστάσιά τους στις δυο πλευρές του ποταμού Άουραχ ενώ πολύ σύντομα όλη η περιοχή δούλευε στα εργοστάσιά τους, έχουσα μοιραστεί και εκείνη στα δυο.

Με όλη την πόλη πλέον να έχει εμπλακεί στην διαμάχη Adidas εναντίον Puma, η κατάσταση είχε φτάσει στα επίπεδα του γελοίου. Υπήρχαν τοπικές επιχειρήσεις που σέρβιραν μόνο όσους δούλευαν και φορούσαν Adidas ή Puma, ενώ απαγορευόταν το ζευγάρωμα εργαζομένου της μιας με εργαζόμενο της άλλης εταιρείας. Η πόλη Herzogenaurach, έγινε γνωστή ως «Η πόλη των κατεβασμένων σβέρκων» καθώς ο κόσμος πρώτα κοιτούσε ποιας εταιρείας παπούτσια φορούσε ο άλλος και έπειτα του μιλούσε.

Ενώ ο Ρούντι ήταν καλύτερος στην προώθηση του προϊόντος του, ο Άντι είχε το τεχνικό know – how και καλύτερες σχέσεις με αθλητές που μπορούσαν να του προσφέρουν διαφήμιση, κάτι που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της Adidas. Παρόλα αυτά, έχοντας επικεντρωθεί η μια στην άλλη, αμφότερες οι εταιρείες απέτυχαν να δουν την απειλή της Nike, η οποία κυριάρχησε στο αθλητικό παπούτσι, αφήνοντας και τις δυο εταιρείες χιλιόμετρα μακριά.

Η συμβολική “συμφιλίωση” μεταξύ -τουλάχιστον- των εργαζομένων των δυο εταιρειών ήρθε το 2009, όταν η ανηλεής σύγκρουση τελείωσε με έναν φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου. Τα αδέρφια Ντάσλερ είχαν πεθάνε, με διαφορά τεσσάρων χρόνων. Ακόμα όμως και η ταφή τους, είχε κάτι από την σύγκρουση του παρελθόντος καθώς μπορεί να θάφτηκαν στο ίδιο νεκροταφείο, όμως με τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση ο ένας από τον άλλο.