Page Nav

HIDE

Pages

Classic Header

{fbt_classic_header}

ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Breaking News:

latest

ΜΙΚΗΣ ΜΑΝΤΑΚΑΣ: ΖΕΙ ΚΑΙ ΜΑΧΕΤΑΙ! – 40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΝΔΡΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ

Τη δεκαετία του 1970 η πολιτική ζωή στην Ιταλία βρίσκονταν σε αναβρασμό. Οι απεργίες, οι πορείες και οι διαδηλώσεις, ήταν καθημερινό φ...


Τη δεκαετία του 1970 η πολιτική ζωή στην Ιταλία βρίσκονταν σε αναβρασμό. Οι απεργίες, οι πορείες και οι διαδηλώσεις, ήταν καθημερινό φαινόμενο, ενώ οι πλατείες και οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων είχαν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες εξαιτίας των συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών (κυρίως ακροαριστερών) με την αστυνομία, καθώς και μεταξύ αριστερών και εθνικιστών.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν πανίσχυρο. Τα ποσοστά που λάμβανε στις εκλογές άγγιζαν το 35%, ενώ ξεπερνούσαν το 50% σε πολλές περιοχές, ειδικά στην Βόρεια Ιταλία. Εκτός από το ΚΚΙ υπήρχαν πολλές ακόμη οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (Lotta Continua, Potere Operaio, κ.λπ.) με αρκετά από τα στελέχη τους να προβαίνουν σε βίαιες ενέργειες και δολοφονίες.

Το σύνθημα που κυριαρχούσε στους κύκλους των ακροαριστερών ήταν: “Uccidere un fascista non e’ reato” («Το να σκοτώνεις έναν φασίστα δεν είναι έγκλημα»).

Η χρονική περίοδος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 (με τη «σφαγή της Piazza Fontana» στο Μιλάνο) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 (με τη «σφαγή στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια»)  έχει καταγραφεί στην πολιτική ιστορία με την ονομασία «Μολυβένια Χρόνια»  («Anni di Piombo»). Κατά τη διάρκειά των «μολυβένιων ετών» έγιναν δεκάδες  βομβιστικές επιθέσεις, εκατοντάδες ένοπλες συγκρούσεις αριστερών με την αστυνομία, δολοφονίες πολιτικών προσώπων, δικαστών, κομματικών στελεχών και αθώων πολιτών.


Aναμνηστική πλακέτα στην πλατεία Risorgimento όπου αναγράφεται: «Εδώ έπεσε στις 28-2-1975, δολοφονημένος από το κομμουνιστικό μίσος  ο Μίκης Μάντακας, Μάρτυρας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού»

Πάνω από 20 ήταν οι εθνικιστές, που δολοφονήθηκαν από αριστερούς τρομοκράτες. Ανάμεσα τους και ο Έλληνας φοιτητής της Ιατρικής Μίκης Μάντακας, που δολοφονήθηκε στη Ρώμη στις 28 Φεβρουαρίου του 1975.Να σημειωθεί ότι οι δολοφόνοι του (όπως και οι δολοφόνοι των δικών μας παλικαριών Γιώργου Φουντούλη και Μάνου Καπελώνη) παραμένουν ακόμη ασύλληπτοι.

Ο Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας (ΕΣΕΣΙ)

Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς , στις 21 Απριλίου 1967, ιδρύθηκε στην Ιταλία ο Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας (ΕΣΕΣΙ), γνωστός με την επωνυμία LEGA.

O ΕΣΕΣΙ απαρτίζονταν από ένα πολιτικά ετερόκλητο πλήθος Ελλήνων φοιτητών, που προέρχονταν από διαφορετικούς χώρους της δεξιάς. Είχε στις τάξεις του πρώην στελέχη της ΕΡΕ, βασιλικούς κ.λπ. Είχε όμως και πολλούς εθνικιστές, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι καιροσκόποι, που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και οι περισσότεροι. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, να υπάρχουν προστριβές και πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών του.

Ο ιδρυτής και επικεφαλής του ΕΣΕΣΙ Σπύρος Σταθόπουλος (1940- 2012), φοιτητής Πολιτικών Επιστημών τότε στο πανεπιστήμιο της Νάπολης, διαχειριζόταν, τις περισσότερες φορές επιτυχώς, το δύσκολο έργο που ήταν  να εξισορροπεί τις εντάσεις από τις αντιμαχόμενες φράξιες εντός του ΕΣΕΣΙ.

Δεύτερος στην ιεραρχία του ΕΣΕΣΙ ήταν ο Θεόδωρος Καραμπέτσος (1939-2014), φοιτητής Κτηνιατρικής τότε στο Πανεπιστήμιο της αριστεροκρατούμενης Μόδενας της Β. Ιταλίας.

Αρκετά στελέχη και μέλη του ΕΣΕΣΙ είχαν επαφές, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, με το MSI (Movimento Sociale Italiano, Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα) του οποίου Γενικός Γραμματέας ήταν τότε ο Giorgio Almirante  και την FUAN (Fronte Universitaria di Azione Nazionale, Πανεπιστημιακό Μέτωπο Εθνικής Δράσης), φοιτητική οργάνωση του MSI.Η δράση των ορισμένων Ελλήνων φοιτητών  που επρόσκειντο  στον ΕΣΕΣΙ είχε ενοχλήσει κάποιους αξιωματούχους της επταετίας, οι οποίοι τους θεωρούσαν  ακραίους, ακόμη και «αναρχικούς» ή «κομμουνιστές», ενώ δεν δίσταζαν να προτείνουν  τρόπους για τον απομόνωσή τους ή τον εξοστρακισμό τους από την Lega.O ΕΣΕΣΙ, αρχικά, είχε τοπικούς συνδέσμους και διατηρούσε γραφεία σε όλες τις ιταλικές πόλεις, όπου φοιτούσαν Έλληνες, με αρκετές χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη, τα οποία με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να λιγοστεύουν. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές του 70, σε αρκετές περιοχές, ιδιαίτερα στις «κόκκινες» πόλεις της Βόρειας Ιταλίας (Μπολόνια, Μιλάνο, Βερόνα κ.λπ.), τα γραφεία άρχισαν ένα — ένα να κλείνουν και τα μέλη του ΕΣΕΣΙ να διώκονται από τους Έλληνες και Ιταλούς κομμουνιστές.


Όλοι σχεδόν οι Έλληνες Εθνικιστές εκδιώχθηκαν για τα πιστεύω τους. Δεν είχαν θέση στα αριστεροκρατούμενα πανεπιστήμια, δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα στις σχολές τους, να δώσουν εξετάσεις, να γευματίσουν στα φοιτητικά εστιατόρια.  Τα αριστερά αποβράσματα βιαιοπραγούσαν εναντίον τους συχνά με ύβρεις και ξυλοδαρμούς. Όποιος ανήκε στον ΕΣΕΣΙ αυτομάτως βαφτιζόταν ως “spia dei colonelli” («χαφιές των συνταγματαρχών») και του απαγορευόταν η είσοδος στον  πανεπιστημιακό χώρο. Ήταν τέτοιο το μένος των αριστερών καθαρμάτων, ώστε έφθαναν στο σημείο να διώχνουν και τους φοιτητές εκείνους που συναναστρέφονταν όποιον είχε χαρακτηριστεί ως «φασίστας». Το σύνθημα που κυριαρχούσε τότε στους πανεπιστημιακούς χώρους ήταν “Fuori i fascisti dall’ universita” («Έξω οι φασίστες από τα πανεπιστήμια»). Οι θρασύδειλοι Έλληνες αριστεροί τραμπούκοι προέβαιναν σε αυτές τις ενέργειες, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του ΚΚΙ, καθώς και των άλλων κομμάτων του «αντιφασιστικού μετώπου» (σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, χριστιανοδημοκράτες  και σοσιαλδημοκράτες). Πολλοί Έλληνες εθνικιστές αναγκάστηκαν να μετεγγραφούν σε άλλες πόλεις ή να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους.

Όπως συμβαίνει συνήθως, η συντριπτική πλειονότητα των τότε στελεχών του ΕΣΕΣΙ συμβιβάστηκε με το σάπιο μεταπολευτικό καθεστώς της διαπλοκής κομμάτων- «νταβατζήδων» και της κλεπτοκρατίας.  Οι περισσότεροι από αυτούς  εντάχθηκαν στην αστικοφιλελεύθερη ψοφοδεξιά, λιγότεροι στο κλεφτοΠΑΣΟΚ και ελάχιστοι στο ΕΝΕΚ (όπως ο Καραμπέτσος) και στην ΕΠΕΝ (όπως ο Σταθόπουλος). Κάποιοι άλλοι (όπως ο γιατρός Αλέξανδρος Κουτούζος, συγγραφέας του βιβλίου «ΕΣΕΣΙ- Που πήγαν εκείνα τα παιδιά», ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, 1989), διακεκριμένοι επιστήμονες σήμερα, παρέμειναν στην Ιταλία, όπου εντάχθηκαν και ανέπτυξαν δράση σε διάφορα εθνικιστικά κόμματα και οργανώσεις.

Να σημειωθεί ότι και πολλοί Ιταλοί εθνικιστές φοιτητές εκείνης της περιόδου, υψηλά στελέχη του MSI, ενσωματώθηκαν αργότερα στο Σύστημα. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Gianfranco Fini, Γενικό Γραμματέα της νεολαίας και αργότερα Γ. Γ. του MSI, ο οποίος έγινε κεντρώος, ένθερμος υποστηρικτής της Νέας Τάξης και πρόεδρος της ιταλικής βουλής.

Ο Μάντακας φοιτητής στην Ιταλία

Ο Μίκης Μάντακας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1952 και μεγάλωσε στου Παπάγου. Ήταν γιος του υποστράτηγου εν αποστρατεία Νίκου Μάντακα και της Καλλιόπης. Το 1970, μόλις τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, πήγε στην πολιτικά και κοινωνικά τρικυμιώδη Ιταλία για να σπουδάσει Ιατρική. Γεμάτος ελπίδες και όνειρα, έφτασε για πρώτη φορά στην Μπολόνια, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του αρχαιότερου πανεπιστημίου του κόσμου. Εκεί άρχισε να  δημιουργεί φιλίες με Ιταλούς συμφοιτητές του και με άλλους Έλληνες φοιτητές,  κάποιοι από τους οποίους ήταν μέλη του ΕΣΕΣΙ. Παρά το γεγονός ότι ήταν αντικομμουνιστής, είχε αποφασίσει να αφοσιωθεί πρωτίστως στις σπουδές του και να μην ασχοληθεί με την πολιτική. 

Τα πράγματα όμως δεν ήλθαν όπως τα είχε προγραμματίσει. Σύντομα, στοχοποιήθηκε  από Έλληνες αριστερούς φοιτητές και ενεπλάκη, αν και ακουσίως, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Υπήρξε συχνά αντικείμενο ύβρεων και προκλήσεων από τους κομμουνιστές ενώ πολλές φορές είχε εκδιωχθεί με τη βία από το Ινστιτούτο Βιολογίας, προπύργιο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όπου πήγαινε να παρακολουθήσει τα μαθήματά του.


Ο Μίκης Μάντακας πρώτος από κάτω, ανάμεσα σε φίλους στην Ιταλία

Κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης κομμουνιστών στο πανεπιστήμιο, ο Μίκης έτυχε να περάσει ανάμεσά τους.Κάποιοι Έλληνες κομμουνιστές φοιτητές, θρασύδειλα ανθρωπάκια, τον υπέδειξαν στους Ιταλούς τραμπούκους συντρόφους τους ως «Έλληνα φασίστα και προβοκάτορα». Οι τελευταίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, με αποτέλεσμα ο Μίκης να εισαχθεί στο νοσοκομείο με πολλά τραύματα σε όλο του το κορμί. Από εκεί πήρε εξιτήριο με μια πρόγνωση 40 ημερών. Λίγο καιρό αργότερα δέχθηκε εκ νέου προκλήσεις, απειλές και ύβρεις από τα αριστερά καθάρματα. Η παραμονή του στην «κόκκινη»  Μπολόνια  είχε καταστεί πλέον προβληματική.  Ως εκ τούτου, ο Μάντακας αποφάσισε να μετεγγραφεί στην Ιατρική Σχολή της Ρώμης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Στην ιταλική πρωτεύουσα  νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στη Via Lanciani, το οποίο μοιραζόταν με δύο άλλους φοιτητές. Στη Ρώμη ο Μίκης δημιούργησε καινούργιες φιλίες, κυρίως με νέους που ανήκαν στη στην φοιτητική οργάνωση του MSI, την FUAN, και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Κατά τη διάρκεια μια γιορτής, που διεξήχθη από τους Ιταλούς συναγωνιστές του, γνώρισε μια κοπέλα, την Sabrina Andolina, που ανήκε στην οργάνωση και με την οποία σύναψε σχέση.

Η επιθετικότητα και η βία των κομμουνιστών  έναντι των εθνικιστών, τον είχαν πείσει για την αναγκαιότητα ενός πιο δυναμικού πολιτικού ακτιβισμού. Σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων φίλων του, ο Μίκης ήταν γοητευμένος από την «Αιώνια Πόλη», την οποία θεωρούσε την πιο όμορφη του κόσμου. Μάλιστα σκόπευε να εγκατασταθεί μόνιμα στην ιταλική πρωτεύουσα, μετά το πέρας των σπουδών του και να εξασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, που τόσο επιθυμούσε. Η Μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια.

Η δολοφονία του Έλληνα Εθνικιστή

Στις 16 Απριλίου του 1973 αριστεροί τραμπούκοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς πυρπολούν το σπίτι του Γραμματέα του MSI Mario Mattei, στη συνοικία Primavalle της Ρώμης.  Από τον εμπρησμό κάηκαν ζωντανοί οι δύο γιοι του: ο 22χρονος Stefano   και ο μόλις 8 ετών Virgilio. Υπεύθυνοι της φρικτής  δολοφονίας είναι οι Achille Lollo, Marino Clavo, Manlio Grillo, και οι τρεις τους μέλη της ακροαριστερής οργάνωσης “Potere Operaio” («Εργατική Δύναμη»).

Η δίκη των τριών δολοφόνων ξεκινά στις 24 Φεβρουαρίου του 1975. Παρών για να δικαστεί ήταν μόνο ο Lollo μιας και οι άλλοι δύο είχαν διαφύγει στο εξωτερικό.  Σύσσωμος σχεδόν ο αριστερός τύπος καλεί τους «δημοκράτες» σε κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις υπέρ του Lollo.

Εντύπωση προκάλεσε εκείνη την περίοδο ότι πολλοί πολιτικάντηδες και διανοούμενοι – παρανοούμενοι έσπευσαν να συμπαρασταθούν τον ακροαριστερό δολοφόνο Lollo. Ανάμεσά τους ο κομμουνιστής γερουσιαστής Umberto Terracini, o σοσιαλιστής βουλευτής Riccardo Lombardi, o συγγραφέας Alberto Moravia, η Ιταλοεβραία κομμουνίστρια συγγραφέας Natalia Ginzburg, o θεατράνθρωπος Dario Fo με την σύζυγό του, την κομμουνίστρια ηθοποιό Franca Rame.


Οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν από νωρίς περικυκλώσει το κτίριο, όπου θα διεξαχθεί η δίκη, ενώ οι αριστεροί οργανώνονται σε πολυπληθείς ομάδες κρούσης, που παρεκτρέπονται και βιαιοπραγούν, κραυγάζοντας “Lollo libero” («Ο Lollo ελεύθερος»). Παράλληλα εκσφενδονίζουν πέτρες, τούβλα, μπουκάλια  και μολότοφ.

Οι οδομαχίες μαίνονται και για τις επόμενες μέρες. Την τέταρτη μέρα της δίκης πραγματοποιείται συγκέντρωση διαμαρτυρίας από τα μέλη του MSI, μέσω της οποίας καταγγέλλεται η αδράνεια της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα επεισόδια και τις βιαιότητες των αριστερών. Από μεριά τους, οι αριστεροί θεωρούν την συγκέντρωση ως φασιστική πρόκληση και συνεχίζουν τις βιαιοπραγίες.


Στις 28 Φεβρουαρίου 1975 αρκετοί Ιταλοί εθνικιστές , ανάμεσά τους και ο Μάντακας, βρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρακολουθώντας τη δίκη. Έξω από το δικαστήριο τα βίαια επεισόδια λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις, με συμπλοκές και πυροβολισμούς. Ένας πολίτης τραυματίζεται από σφαίρα και ένας δημοσιογράφος από τούβλο. Το μεσημέρι, μετά τη διακοπή του δικαστηρίου, ο Μάντακας και οι συναγωνιστές του κατορθώνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό των συγκεντρωμένων και να συγκεντρωθούν στα γραφεία του MSI στην οδό Ottaviano 9, κοντά  στην Piazza Risorgimento. Μια ομάδα εκατό περίπου αριστερών τραμπούκων, ανάμεσά τους και οι Alvaro Lojacono και Fabrizio Panzieri (ο ακροαριστερός που κατηγορήθηκε επίσης για τη δολοφονία του Μάντακα), τους ακολουθεί. Όταν φθάνουν στο κτήριο όπου στεγάζονται τα κομματικά γραφεία, αρχίζουν να εκσφενδονίζουν βόμβες μολότοφ  προς την κεντρική είσοδο, η οποία τυλίγεται στις φλόγες.  Ο Μάντακας και οι συναγωνιστές του, ανάμεσα στις φλόγες και τους καπνούς, προσπαθούν να εξέλθουν από το κτήριο. Οι ακροαριστεροί, πολλοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με πιστόλια, ανοίγουν πυρ. Μια σφαίρα βρίσκει τον Μάντακα στο κεφάλι. Εν μέσω πυρών, δύο συναγωνιστές τον μεταφέρουν υποβασταζόμενο σ’ ένα παραπλήσιο γκαράζ. Οι κομμουνιστές προσπαθούν λυσσαλέα να εισβάλλουν στο χώρο, πυροβολώντας και χτυπώντας με σιδερολοστούς τις κλειστές πόρτες. Μια ομάδα εθνικιστών επιστρέφει από την γειτονική Piazza Risorgimento και τους απωθεί. Οι αριστεροί τραμπούκοι οπισθοχωρούν, συνεχίζοντας να πυροβολούν. Από τα πυρά τους ένα μέλος της FUAN τραυματίζεται στον ώμο. Η αστυνομία όλο αυτό το διάστημα ήταν κραυγαλέα απούσα. 


Όταν κόπασε η αναταραχή, έφτασε ένα ασθενοφόρο που παρέλαβε τον βαριά τραυματισμένο Έλληνα φοιτητή για να τον μεταφέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο, το Santo Spirito. O Μίκης βρίσκεται σε κώμα και δέχεται συνεχείς μεταγγίσεις αίματος. Από εκεί μεταφέρεται στο νοσοκομείο San Camillo. Οι γιατροί που αναλαμβάνουν να τον χειρουργήσουν δεν δίνουν ελπίδες, μιας και το βλήμα είχε εισχωρήσει στην αριστερή περιοχή του βρεγματικού οστού και διέσχισε το σύνολο σχεδόν του κρανίου. Το παλικάρι υποβάλλεται σε εγχείρηση, που κράτησε 2 περίπου ώρες  και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 18.30 περίπου την αποφράδα εκείνη ημέρα της 28ηςΦεβρουαρίου του 1975.

Λίγες μέρες μετά την άνανδρη δολοφονία του, χιλιάδες Ιταλοί εθνικιστές συγκεντρώθηκαν στην Piazza Risorgimento για το πρώτο πολιτικό μνημόσυνο αφιερωμένο σ’ αυτόν, φωνάζοντας το σύνθημα “Avete uccisol’uomo ma non l’idea” («Σκοτώσατε τον Άνθρωπο αλλά όχι την Ιδέα»)

Δολοφόνος του Μάντακα είναι ο Alvaro Lojacono (γενν. 1955), μέλος της ακροαριστερής οργάνωσης Potere Operaio και αργότερα μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, γνωστός στους κύκλους των κόκκινων τρομοκρατών με το ψευδώνυμο “Otello” («Οθέλλος»). Ο Lojacono είχε εμπλακεί, επίσης, στις δολοφονίες του Χριστιανοδημοκράτη Aldo Moro και των Ιταλών δικαστών Riccardo Palma και Girolamo Trataglione, το 1978. Για τη δολοφονία του Μάντακα, ο Λογιάκονο καταδικάστηκε ερήμην, το 1981, σε ποινή κάθειρξης 16 ετών, ενώ για την δολοφονία των υπολοίπων σε ισόβια κάθειρξη. Το 1980 κατέφυγε αρχικά στην Αλγερία, από εκεί στη Βραζιλία και ακολούθως στην Ελβετία, ενώ το 2000 εντοπίστηκε στην ΚορσικήΟ κομμουνιστής δολοφόνος Λογιάκονο κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/mantakas#ixzz3T1lhKsA3

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.